λιθώπης

λιθώπης
λιθώπης, -ες, θηλ. και λιθώπις, -ιδος (Α)
1. ο διακοσμημένος με πολύτιμους λίθους
2. το θηλ. ἡ λιθῶπις
αυτή που απολιθώνει με το βλέμμα της.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο)-* + -ώπης (< ὤψ, ὠπός «οφθαλμός»), πρβλ. γλαυκ-ώπης, χαριτ-ώπης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • λιθ(ο)- — (AM λιθ[ο]) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο ουσιαστικό λίθος και δηλώνει ότι το β συνθετικό έχει ως αντικείμενο τον λίθο (πρβλ. λιθοτόμος, λιθολόγος, λιθουλκός) ή γίνεται με λίθο (πρβλ. λιθόδμητος) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”