- λιθώπης
- λιθώπης, -ες, θηλ. και λιθώπις, -ιδος (Α)1. ο διακοσμημένος με πολύτιμους λίθους2. το θηλ. ἡ λιθῶπιςαυτή που απολιθώνει με το βλέμμα της.[ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο)-* + -ώπης (< ὤψ, ὠπός «οφθαλμός»), πρβλ. γλαυκ-ώπης, χαριτ-ώπης].
Dictionary of Greek. 2013.